- λατρευτικός
- -ή, -ό (AM λατρευτικός, -ή, -όν) [λατρεύω]νεοελλ.-μσν.αυτός που αναφέρεται στη λατρεία, ιδίως στη θρησκευτική λατρείααρχ.αυτός που αναφέρεται στην υπηρεσία, που υπηρετεί, υπηρετικός.επίρρ...λατρευτικώς και -ά (Μ λατρευτικῶς)με λατρεία, με θρησκευτική ευλάβεια.
Dictionary of Greek. 2013.